- ἐχίδιον
- ἐχίδιον, τό,A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχίδιον — ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) [έχις] μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐχίδια — ἐχίδιον young viper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχείδιον — ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα … Dictionary of Greek